- θεοδωρήτου
- θεοδώρητοςgiven by Godmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεοδωρήτου — Θεοδώρητος given by God masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίβας ο Εδέσσης — (; – 457 μ.Χ.). Επίσκοπος Εδέσσης Συρίας (435 457). Ήταν δάσκαλος στην τοπική σχολή και ασπαζόταν τον νεστοριανισμό. Η θεολογική του ιδεολογία ταυτιζόταν με εκείνη του Διόδωρου (επίσκοπου Ταρσού), του Θεόδωρου του Μοψουεστίας και κυρίως του… … Dictionary of Greek
δογματική — Επιστήμη που εξετάζει συστηματικά τα δόγματα και τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Ανάλογα με τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, διακρίνουμε τη δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη δ. της Καθολικής και τη δ. της προτεσταντικής. Η καθολική δ … Dictionary of Greek
πενταλόγιον — τὸ, Μ σύγγραμμα τού Θεοδωρήτου το οποίο διαιρείται σε πέντε μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + λόγιο(ν))*] … Dictionary of Greek
Αββάτιος, Ιερόθεος — (17ος αι.).Ιερωμένος λόγιος από την Κεφαλονιά. Υπήρξε ηγούμενος της Μονής Σισίων (1631 64). Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη, κυρίως στις Κάτω Χώρες και στη Γενεύη. Τα έργα του είναι γραμμένα στη δημοτική γλώσσα της εποχής του. Ως έργα του αναφέρονται:… … Dictionary of Greek
Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… … Dictionary of Greek
Ευάγριος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στη φωτιά μαζί με τον Μακάριο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. II (4ος αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (370). Μετά τον θάνατο του Αρειανού πατριάρχη Ευδοξίου (369) … Dictionary of Greek
Ευστάθιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Νεοπλατωνικός φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν μαθητής των φιλοσόφων Ιάμβλιχου και Αιδέσιου, τον οποίο διαδέχτηκε στη διεύθυνση της σχολής. Ο Ε. διακρινόταν για τη δεινή ρητορική ικανότητά του και τη βαθιά μόρφωσή του.… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Ιεχωβά — Το πιο επίσημο όνομα του θεού του Ισραήλ, το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ακούστηκε από τον Θεό (διαμέσου του Μωυσή) στο όραμα της «καιόμενης βάτου» στο Χωρήβ (Έξοδ. γ’ 13). Όταν ο Μωυσής στάλθηκε από τον… … Dictionary of Greek